ἐνεῖχε

ἐνεῖχε
ἐνέχω
hold
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • ενέχω — (AM ἐνέχω) [έχω] 1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο») 2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη νεοελλ. εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους») αρχ. 1. (με δοτ. προσ.… …   Dictionary of Greek

  • ερμαί — Λίθινες στήλες με ανδρική προτομή, στη μέση των οποίων υπάρχει ανδρικό αιδοίο. Η ονομασία τους προέρχεται από τη θεότητα που αρχικά παρίστανε κατά κανόνα, δηλαδή τον Ερμή. Η σημασία των αγαλμάτων αυτών, για τα οποία οι γραπτές πηγές μάς δίνουν… …   Dictionary of Greek

  • χόλος — ο, ΝΑ άγριος θυμός, μίσος, κακία (α. «είχε μεγάλο χόλο για το κακό που τού έκανε και ζητούσε εκδίκηση» β. «Ἀστυάγης δὲ κρύπτων τόν οἱ ἐνεῑχε χόλον διὰ τὸ γεγονός», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σπαν. με τη φυσική σημασία) χολή 2. πικρία («χόλος ἔριδος;», Σόλ.) …   Dictionary of Greek

  • Γκαλιάνι, Φερντινάντο — (Ferdinando Galliani, 1728 – 1787). Ιταλός αβάς, λόγιος και οικονομολόγος. Στα συγγράμματά του υποστήριζε ότι η αξία του εμπορεύματος καθορίζεται ανάλογα με τη χρησιμότητά του. Η θεωρία του ωστόσο δεν έγινε αποδεκτή καθώς ενείχε μία βασική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”